- διαπεταννύω
- (αόρ, διεπέτασα) μετ.1) поднимать (паруса); 2) уст. раскрывать, распластывать (крылья)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπεταννύω — βλ. διαπετάννυμι … Dictionary of Greek
διαπεταννύω — διά πετάννυμι fly pres subj act 1st sg διά πετάννυμι fly pres subj act 1st sg διά πετάννυμι fly pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπετάννυμι — και διαπεταννύω (Α) [πετάννυμι] ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω … Dictionary of Greek